χημικοθεραπεία

χημικοθεραπεία
η, Ν
(παλ. τ.) βλ. χημειοθεραπεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. χημειοθεραπεία, σχηματισμένος από το επίθ. χημικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χημικοθεραπεία — χημικοθεραπεία, η και χημικοθεραπευτική, η η χρησιμοποίηση χημικών ουσιών στη θεραπευτική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χημειοθεραπεία — Μέθοδος θεραπείας που, βασίζεται σε βιολογικές, χημικές και ιατρικές γνώσεις, ερευνά και ετοιμάζει την παραγωγή ουσιών, που έχουν την ιδιότητα να δρουν τοξικά επί μικροβίων, ιών μεγάλου μεγέθους, ελμίνθων, πρωτοζώων, χωρίς να προκαλούν βλάβη στα… …   Dictionary of Greek

  • χημικοθεραπευτική — η βλ. χημικοθεραπεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χημικοθεραπευτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεραπεία με χημικές ουσίες. 2. το θηλ. ως ουσ., χημικοθεραπευτική χημικοθεραπεία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”